-αινα

-αινα
Γλωσσ.
παραγωγική κατάληξη ανδρωνυμικών κυρίως ονομάτων τής ΝΕ (πρβλ. Γιώργης-Γιώργ-αινα, Κώστας-Κώστ-αινα, Βασίλης-Βασίλ-αινα κ.τ.ό., καθώς και γιατρός-γιάτρ-αινα, τσαγγάρης-τσαγγάρ-αινα, σταθμάρχης-σταθμάρχ-αινα κ.τ.ό.), που δηλώνουν τη σύζυγο κάποιου, παραγόμενα από κύρια ή επαγγελματικά ονόματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αἰνά — αἰνός dread neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc dual (epic ionic) αἰνά̱ , αἰνός dread fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνᾷ — αἰνός dread fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρομέλας — αινα, αν (Μ ἐρυθρομέλας, αινα, αν) 1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος 2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + …   Dictionary of Greek

  • υπομέλας — αινα, αν / ὑπομέλας, αινα, αν, ΝΑ μαυρειδερός νεοελλ. φρ. «υπομέλας τόπος» ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά τής 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα τής γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μέλας… …   Dictionary of Greek

  • ωχρομέλας — αινα, αν / ὠχρομέλας, αινα, αν, ΝΜΑ μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + μελάς «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • παντάλας — αινα, αν, Α πανάθλιος, δυστυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ * + τάλας «δυστυχής»] …   Dictionary of Greek

  • περιμέλας — αινα, αν, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο περιμέλας ζωολ. παλαιά ονομασία είδους δεκάποδου μαλακίου αρχ. πολύ μαύρος, κατάμαυρος («περιμέλας ὄνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέλας «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλερυθρόμελας — αινα, αν, Α (για το χέλι) κατάστικτος από ερυθρές και μαύρες κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ἐρυθρός + μέλας] …   Dictionary of Greek

  • ρυπαρομέλας — αινα, αν, Α αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”